3,277,206
edits
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκάμνω''': [[συμπάσχω]], συμπαθῶ, τινι Αἰσχύλ. Πρ. 413, 1059, Εὐρ. Ἄλκ. 614, κτλ. 2) [[ἐργάζομαι]], κοπιῶ μετά τινος, [[ὑποφέρω]] μετά τινος, τινὶ Σοφοκλ. Ἠλ. 987, Εὐρ. Ρῆσ. 396· ἕν μοι ... σύγκαμνε ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 1386· τὰ πολλὰ Παυσ. 8. 14, 9, πρβλ. Πλούτ. 2. 95 Ε· ἡ ψυχὴ σ. τῷ σώματι ὁ αὐτ. 2. 137D· ἀπολ., Σοφ. Αἴ. 988· σ. δορί, διὰ τοῦ δόρατος, Εὐριπ. Ρῆσ. 326. | |lstext='''συγκάμνω''': [[συμπάσχω]], συμπαθῶ, τινι Αἰσχύλ. Πρ. 413, 1059, Εὐρ. Ἄλκ. 614, κτλ. 2) [[ἐργάζομαι]], κοπιῶ μετά τινος, [[ὑποφέρω]] μετά τινος, τινὶ Σοφοκλ. Ἠλ. 987, Εὐρ. Ρῆσ. 396· ἕν μοι ... σύγκαμνε ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 1386· τὰ πολλὰ Παυσ. 8. 14, 9, πρβλ. Πλούτ. 2. 95 Ε· ἡ ψυχὴ σ. τῷ σώματι ὁ αὐτ. 2. 137D· ἀπολ., Σοφ. Αἴ. 988· σ. δορί, διὰ τοῦ δόρατος, Εὐριπ. Ρῆσ. 326. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> συγκαμοῦμαι, <i>ao.2</i> συνέκαμον;<br /><b>1</b> travailler <i>ou</i> faire effort avec, aider, assister, τινι;<br /><b>2</b> compatir à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κάμνω]]. | |||
}} | }} |