διακολακεύομαι: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διακολᾰκεύομαι''': μέσ., ἁμιλλῶμαι [[πρός]] τινα εἰς κολακείαν τινός, Ἰσοκρ. 266Β. - Ἐνεργ. παρὰ τῷ Σχολ. Εὐριπ.
|lstext='''διακολᾰκεύομαι''': μέσ., ἁμιλλῶμαι [[πρός]] τινα εἰς κολακείαν τινός, Ἰσοκρ. 266Β. - Ἐνεργ. παρὰ τῷ Σχολ. Εὐριπ.
}}
{{bailly
|btext=<i>part. prés.</i><br />rivaliser de flatterie.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κολακεύω]].
}}
}}