3,274,917
edits
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νάρκισσος''': ὁ, σπανίως, ἡ, Θεόκρ. 1. 133· - τὸ περιώνυμον [[ἄνθος]], narcissus, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 8. 428, Σοφ. Ο. Κ. 683, κτλ. - Ὑπῆρχον [[αὐτοῦ]] πολλὰ εἴδη, μεταξὺ δὲ αὐτῶν, πιθαν. ὁ κοινὸς [[νάρκισσος]], ὁ [[λευκός]], κοινῶς «μανοῦσι», Τουρκ. «ζερνεκαδές». (Ἐκ τοῦ [[νάρκη]], ὡς ἐκ τῶν ναρκωτικῶν [[αὐτοῦ]] ἰδιοτήτων, Πλούτ. 2. 647Β). | |lstext='''νάρκισσος''': ὁ, σπανίως, ἡ, Θεόκρ. 1. 133· - τὸ περιώνυμον [[ἄνθος]], narcissus, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 8. 428, Σοφ. Ο. Κ. 683, κτλ. - Ὑπῆρχον [[αὐτοῦ]] πολλὰ εἴδη, μεταξὺ δὲ αὐτῶν, πιθαν. ὁ κοινὸς [[νάρκισσος]], ὁ [[λευκός]], κοινῶς «μανοῦσι», Τουρκ. «ζερνεκαδές». (Ἐκ τοῦ [[νάρκη]], ὡς ἐκ τῶν ναρκωτικῶν [[αὐτοῦ]] ἰδιοτήτων, Πλούτ. 2. 647Β). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />narcisse, <i>fleur</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pê emprunt, pê [[νάρκη]]. | |||
}} | }} |