κόρθυς: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόρθῠς''': ἢ κόρθις, ἡ, ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[κόρυς]], [[σωρός]], Ἀνών. παρὰ Σουΐδ., ἐν λ. κορθύεται, Ἡσύχ.· ἐν Θεοκρ. 10. 47, κόρθυος ἁ τομά, [[δεμάτιον]] θερισμένου σίτου.
|lstext='''κόρθῠς''': ἢ κόρθις, ἡ, ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[κόρυς]], [[σωρός]], Ἀνών. παρὰ Σουΐδ., ἐν λ. κορθύεται, Ἡσύχ.· ἐν Θεοκρ. 10. 47, κόρθυος ἁ τομά, [[δεμάτιον]] θερισμένου σίτου.
}}
{{bailly
|btext=υος (ἡ) :<br />tas de blé coupé, meule.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. peu sûre, malgré <i>skr.</i> śárdha « troupe », <i>got.</i> hairda « troupeau ».
}}
}}