ἀδιάρθρωτος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδιάρθρωτος''': -ον, ὁ μὴ [[διηρθρωμένος]], συνεζευγμένος, συνδεδεμένος, [[ἀσύνδετος]], Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 5, καὶ ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ τῆς φωνῆς, [[ἄναρθρος]], Πλούτ. 2. 378C. - Ἐπιρρ. -τως, [[ἄνευ]] διακρίσεως, Γαλην. 16. σ. 240.
|lstext='''ἀδιάρθρωτος''': -ον, ὁ μὴ [[διηρθρωμένος]], συνεζευγμένος, συνδεδεμένος, [[ἀσύνδετος]], Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 5, καὶ ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ τῆς φωνῆς, [[ἄναρθρος]], Πλούτ. 2. 378C. - Ἐπιρρ. -τως, [[ἄνευ]] διακρίσεως, Γαλην. 16. σ. 240.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />inarticulé, confus, inintelligible.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[διαρθρόω]].
}}
}}