αἱρετός: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἱρετός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. ὅ,τι δύναται νὰ καταληφθῇ ἢ κυριευθῇ, δόλῳ, Ἡροδ. 4. 201: νὰ κατανοηθῇ, Πλάτ. Φαίδων 81Β. ΙΙ. (αἱρέομαι), ὁ δυνάμενος νὰ ἐκλεχθῇ, ἐκλέξιμος, ἐπιθυμητός, ἀντίθ. τῷ [[φευκτός]], Πλάτ. Φίλ. 21D καὶ ἑξ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1, 7, 4, καὶ ἀλλ., [[συχν]]. κατὰ συγκρ. ἢ ὑπερθ. Ἡρόδ. 1. 126, 156, καὶ ἀλλ., ζωῆς πονηρᾶς [[θάνατος]] αἱρετώτερος, Μενάνδ. Μονόστιχον 193 (Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 395), κτλ. 2) αἱρεθείς, ἐκλεχθείς, δικασταὶ αἱρ. κατ’ ἀντίθ. τῷ κληρωτοί, Πλάτ. Νόμ. 759Β, πρβλ. 915C. Αἰσχίν. 58. 6· αἱρ. βασιλεῖς, Πλάτ. Μενέξ. 238D· αἱρετὴ [[ἀρχή]], [[ἀρχή]], [[ἀξίωμα]], οὗ ὁ ἄρχων δι’ ἐκλογῆς ὁρίζεται, Ἰσοκρ. 265Α. Ἀριστ. Πολ. 2. 12, 2· πρβλ. [[χειροτονητός]]: ― αἱρετοὶ ἄνδρες, ἐπίτροποι, Πλουτ. Λυκοῦργ. 26· ― οἱ αἱρετοί, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 21· [[ὡσαύτως]] οἱ optiones ἢ accensi ἐν τῷ Ρωμαϊκῷ στρατῷ, Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχ. 1. 46.
|lstext='''αἱρετός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. ὅ,τι δύναται νὰ καταληφθῇ ἢ κυριευθῇ, δόλῳ, Ἡροδ. 4. 201: νὰ κατανοηθῇ, Πλάτ. Φαίδων 81Β. ΙΙ. (αἱρέομαι), ὁ δυνάμενος νὰ ἐκλεχθῇ, ἐκλέξιμος, ἐπιθυμητός, ἀντίθ. τῷ [[φευκτός]], Πλάτ. Φίλ. 21D καὶ ἑξ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1, 7, 4, καὶ ἀλλ., [[συχν]]. κατὰ συγκρ. ἢ ὑπερθ. Ἡρόδ. 1. 126, 156, καὶ ἀλλ., ζωῆς πονηρᾶς [[θάνατος]] αἱρετώτερος, Μενάνδ. Μονόστιχον 193 (Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 395), κτλ. 2) αἱρεθείς, ἐκλεχθείς, δικασταὶ αἱρ. κατ’ ἀντίθ. τῷ κληρωτοί, Πλάτ. Νόμ. 759Β, πρβλ. 915C. Αἰσχίν. 58. 6· αἱρ. βασιλεῖς, Πλάτ. Μενέξ. 238D· αἱρετὴ [[ἀρχή]], [[ἀρχή]], [[ἀξίωμα]], οὗ ὁ ἄρχων δι’ ἐκλογῆς ὁρίζεται, Ἰσοκρ. 265Α. Ἀριστ. Πολ. 2. 12, 2· πρβλ. [[χειροτονητός]]: ― αἱρετοὶ ἄνδρες, ἐπίτροποι, Πλουτ. Λυκοῦργ. 26· ― οἱ αἱρετοί, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 21· [[ὡσαύτως]] οἱ optiones ἢ accensi ἐν τῷ Ρωμαϊκῷ στρατῷ, Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχ. 1. 46.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> ([[αἱρέω]] prendre);<br /><b>1</b> qui peut être pris;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui peut être compris;<br /><b>II.</b> (αἱρέομαι choisir);<br /><b>1</b> choisi, élu : αἱρετὴ [[ἀρχή]] magistrature élective ; [[οἱ]] αἱρετοί hommes choisis <i>ou</i> élus (pour une délégation), délégués, commissaires;<br /><b>2</b> qu’on peut <i>ou</i> qu’on doit choisir, souhaitable.<br />'''Étymologie:''' [[αἱρέω]].
}}
}}