ἄμουσος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄμουσος''': -ον, [[ἄνευ]] τῶν Μουσῶν, [[ἄνευ]] αἰσθήσεως ἢ ἀγάπης πρὸς τὰς ἐλευθερίους τέχνας, [[ἄνευ]] παιδείας, ἀπολίτιστος, [[ἄξεστος]], [[ἄκομψος]], [[τραχύς]], [[ἄγροικος]], Εὐρ. Ἴων 526, Ἀριστοφ. Σφ. 1074, Πλάτ., κτλ., ἄμ. ἡδοναί, ἁμαρτήματα, βάναυσοι ἡδοναί, [[σφάλμα]], Πλάτ. Φαῖδρ. 240Β, Νόμ. 863C· τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος, παροιμ. περὶ τοῦ κατωτάτου βαθμοῦ διανοητικῆς ἀναπτύξεως, Βαστ. Ἐπιστ. Κριτ. σ. 266· ἄμ. ἐστι, [[μετὰ]] μετοχ. [[εἶναι]] ἀνάρμοστον, ἀπρεπές, ἀνοίκειον, Ἀριστοφ. Θεσμ. 159: - Ἐπίρρ. -σως Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292C. ΙΙ. ὁ μὴ εἰδὼς μουσικήν, ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Σοφ. 253Β, καὶ ἀλλ. 2) ἐπὶ ἤχων, ὁ μὴ [[ἁρμονικός]], [[ἀπηχής]], παράχορδος, ἄμους’ ὑλακτεῖν Εὐρ. Ἄλκ. 760· ἀμουσόταται ᾠδαὶ ὁ αὐτ. Φοίν. 807, κτλ.
|lstext='''ἄμουσος''': -ον, [[ἄνευ]] τῶν Μουσῶν, [[ἄνευ]] αἰσθήσεως ἢ ἀγάπης πρὸς τὰς ἐλευθερίους τέχνας, [[ἄνευ]] παιδείας, ἀπολίτιστος, [[ἄξεστος]], [[ἄκομψος]], [[τραχύς]], [[ἄγροικος]], Εὐρ. Ἴων 526, Ἀριστοφ. Σφ. 1074, Πλάτ., κτλ., ἄμ. ἡδοναί, ἁμαρτήματα, βάναυσοι ἡδοναί, [[σφάλμα]], Πλάτ. Φαῖδρ. 240Β, Νόμ. 863C· τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος, παροιμ. περὶ τοῦ κατωτάτου βαθμοῦ διανοητικῆς ἀναπτύξεως, Βαστ. Ἐπιστ. Κριτ. σ. 266· ἄμ. ἐστι, [[μετὰ]] μετοχ. [[εἶναι]] ἀνάρμοστον, ἀπρεπές, ἀνοίκειον, Ἀριστοφ. Θεσμ. 159: - Ἐπίρρ. -σως Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292C. ΙΙ. ὁ μὴ εἰδὼς μουσικήν, ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Σοφ. 253Β, καὶ ἀλλ. 2) ἐπὶ ἤχων, ὁ μὴ [[ἁρμονικός]], [[ἀπηχής]], παράχορδος, ἄμους’ ὑλακτεῖν Εὐρ. Ἄλκ. 760· ἀμουσόταται ᾠδαὶ ὁ αὐτ. Φοίν. 807, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> étranger aux muses, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> grossier, sans goût;<br /><b>2</b> sans art, non façonné, inexpérimenté;<br /><b>3</b> dissonant, discordant;<br /><b>II.</b> qui ne connaît pas la musique.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μοῦσα]].
}}
}}