ἀμμορία: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμμορία''': Ἰων. -ιη, ἡ ποιητ. ἀντὶ [[ἀμορία]], [[ὅπερ]] δὲν [[εἶναι]] ἐν χρήσει· [[Ζεὺς]] οἶδε μοῖράν τ’ ἀμμορίην τε... ἀνθρώπων, τί [[εἶναι]] ἡ [[μοῖρα]] ἑκάστου καὶ τί δὲν [[εἶναι]], τὴν καλὴν ἢ τὴν κακὴν αὐτῶν μοῖραν, Ὀδ. Υ. 76, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 284.
|lstext='''ἀμμορία''': Ἰων. -ιη, ἡ ποιητ. ἀντὶ [[ἀμορία]], [[ὅπερ]] δὲν [[εἶναι]] ἐν χρήσει· [[Ζεὺς]] οἶδε μοῖράν τ’ ἀμμορίην τε... ἀνθρώπων, τί [[εἶναι]] ἡ [[μοῖρα]] ἑκάστου καὶ τί δὲν [[εἶναι]], τὴν καλὴν ἢ τὴν κακὴν αὐτῶν μοῖραν, Ὀδ. Υ. 76, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 284.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ας (ἡ) :<br />infortune, malheur.<br />'''Étymologie:''' [[ἄμμορος]].<br /><span class="bld">2</span>ας (ἡ) :<br />confins.<br />'''Étymologie:''' [[ἅμα]], [[ὅρος]].
}}
}}