ἀναπειστήριος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναπειστήριος''': -α, -ον, καταπειστικός, [[χαύνωσις]] Ἀριστοφ. Νεφ. 875.
|lstext='''ἀναπειστήριος''': -α, -ον, καταπειστικός, [[χαύνωσις]] Ἀριστοφ. Νεφ. 875.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui emporte la conviction ; persuasif.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναπείθω]].
}}
}}