ἀνάμιξις: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάμιξις''': -εως, ἡ, τὸ ἀναμιγνύεσθαι, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 15, 4· [[ἐπικοινωνία]], Πλουτ. Νουμ. 17.
|lstext='''ἀνάμιξις''': -εως, ἡ, τὸ ἀναμιγνύεσθαι, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 15, 4· [[ἐπικοινωνία]], Πλουτ. Νουμ. 17.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />relations, commerce intime.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναμίγνυμι]].
}}
}}