ἀνέλεγκτος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνέλεγκτος''': -ον, [[ἀνεξέλεγκτος]], [[ἀνεξέταστος]], ἐπαγωγὰ καὶ ἀνέλεγκτα Θουκ. 5. 85· ἡ [[γλῶττα]] [[ἀνέλεγκτος]] ἡμῖν ἔσται, ἡ δὲ φρὴν οὐκ [[ἀνέλεγκτος]] Πλάτ. Θεαίτ. 154D, πρβλ. Φίλ. 41Β. 2) ὁ μὴ ἀναιρεθείς, εἰ δέ με ἐάσεις ἀνέλεγκτον ὁ αὐτ. Γοργ. 467Δ· ἵνα μοι καὶ [[ἀνέλεγκτος]] ἡ [[μαντεία]] γένοιτο, [[ἀνεξέλεγκτος]], τὴν ὁποίαν νὰ μὴ δύνηταί τις ν’ ἀποδείξη ψευδῆ, ὁ αὐτ. Ἀπολ. 22Α, πρβλ. Τίμ. 29Β: - Ἐπίρρ. ἀνελέγκτως λεγόμενον, [[ἄνευ]] ἀναιρέσεως ἢ ἀντιρρήσεως, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 10. 3) ἐπὶ προσ. [[ὡσαύτως]], ὁ μὴ κατακριθείς, ἀθῳωθείς, ἀν. διαφυγεῖν Θουκ. 6. 53.
|lstext='''ἀνέλεγκτος''': -ον, [[ἀνεξέλεγκτος]], [[ἀνεξέταστος]], ἐπαγωγὰ καὶ ἀνέλεγκτα Θουκ. 5. 85· ἡ [[γλῶττα]] [[ἀνέλεγκτος]] ἡμῖν ἔσται, ἡ δὲ φρὴν οὐκ [[ἀνέλεγκτος]] Πλάτ. Θεαίτ. 154D, πρβλ. Φίλ. 41Β. 2) ὁ μὴ ἀναιρεθείς, εἰ δέ με ἐάσεις ἀνέλεγκτον ὁ αὐτ. Γοργ. 467Δ· ἵνα μοι καὶ [[ἀνέλεγκτος]] ἡ [[μαντεία]] γένοιτο, [[ἀνεξέλεγκτος]], τὴν ὁποίαν νὰ μὴ δύνηταί τις ν’ ἀποδείξη ψευδῆ, ὁ αὐτ. Ἀπολ. 22Α, πρβλ. Τίμ. 29Β: - Ἐπίρρ. ἀνελέγκτως λεγόμενον, [[ἄνευ]] ἀναιρέσεως ἢ ἀντιρρήσεως, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 10. 3) ἐπὶ προσ. [[ὡσαύτως]], ὁ μὴ κατακριθείς, ἀθῳωθείς, ἀν. διαφυγεῖν Θουκ. 6. 53.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non réfuté;<br /><b>2</b> non convaincu (d’une faute);<br /><b>3</b> irréfutable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἐλέγχω]].
}}
}}