ἀνέκδρομος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνέκδρομος''': -ον, [[ἄφυκτος]], ὃν δὲν δύναταί τις νὰ αποφύγῃ, [[ἀδιάλυτος]], [[ἀδιέξοδος]], [[ἀνέκδρομος]] ὤχμασε θώμιξ (ὀρθότ. [[θῶμιγξ]], ἴδε τὴν λέξ.) Ἀνθ. ΙΙ. 9. 343.
|lstext='''ἀνέκδρομος''': -ον, [[ἄφυκτος]], ὃν δὲν δύναταί τις νὰ αποφύγῃ, [[ἀδιάλυτος]], [[ἀδιέξοδος]], [[ἀνέκδρομος]] ὤχμασε θώμιξ (ὀρθότ. [[θῶμιγξ]], ἴδε τὴν λέξ.) Ἀνθ. ΙΙ. 9. 343.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d’où l’on ne peut s’enfuir.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἐκδραμεῖν]].
}}
}}