ἀνθηρός: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθηρός''': -ά, -όν, ([[ἀνθέω]]) [[πλήρης]] ἀνθέων, ἀνθίζων, ἀνθηροῦ τέκνα ἔαρος Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608Ε· [[λειμών]], [[δάπεδον]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 1093, Βάτρ. 351· [[πρόσοψις]], [[διάθεσις]] Διόδ. 5. 3, καὶ 19: - τὰ ἀνθηρά, ἀνθηροὶ λειμῶνες, Πλούτ. 2. 770Β· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], φυτὰ ἀνθοφόρα, [[αὐτόθι]] 763D. ΙΙ. μεταφ., [[δροσερός]], [[νεαρός]], σφριγῶν, [[χλόη]] Εὐρ. Κύκλ. 541: ἐπὶ μουσικῆς κτλ. [[πρόσφατος]], καὶ ἐν τοῖς μουσικοῖς τὰ νέα καὶ τὰ ἀνθηρὰ εὐδοκιμεῖ Ξεν. Κύρ. 1. 6. 38, πρβλ. Πλουτ. Περικλ. 15· ἐπὶ προσώπων, Πλουτ. Πομπ. 69· [[ἱλαρὸς]] καὶ ἀνθ. ὁ αὐτ. 2. 50Β· ἴδε [[ἄνθος]] ΙΙ. ἐν τέλ. 2) τᾶς μανίας δεινὸν ἀποστάζει ἀνθηρόν τε [[μένος]], «τὸ ἀκμαῖον καὶ ἀνθοῦν ἐν κακοῖς» (Σχολ.) Σοφ. Ἀντ. 960. 3) ζωηρὸν ἔχων [[χρῶμα]], [[λαμπρός]], ὡς τὸ [[ἀνθινός]], ἀνθηρὸς εἰμάτων στολῇ Εὐρ. Ι. Α. 73· τοῦ χαλκοῦ τὸ ἀνθ., ἡ [[λαμπρότης]], ἡ [[στιλπνότης]] [[αὐτοῦ]], Πλούτ. 2. 395Β, πρβλ. 79D· ἐπὶ χρωμάτων, τὸ ἀνθ. τῶν χρωμάτων Λουκ. Νεγρ. 13, καὶ [[συχν]]. παρὰ Πλουτ. 4) [[λαμπρός]], [[ἐξαίρετος]], τὸ [[δειπνάριον]] ἀνθηρὸν ἦν, γλαφυρὸν [[σφόδρα]] Δίφιλ. ἐν «Πελιάσι» 1· ἐδωδὴ Φίλων 1. 679. 5) ἐπὶ ὕφους, ἀνθηρόν, γλαφυρόν, Πλούτ. 2. 648Β: [[οὕτως]], ὡς ἐπίρρ., ἀνθηρότερον λέγειν Ἰσοκρ. 294Ε.
|lstext='''ἀνθηρός''': -ά, -όν, ([[ἀνθέω]]) [[πλήρης]] ἀνθέων, ἀνθίζων, ἀνθηροῦ τέκνα ἔαρος Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608Ε· [[λειμών]], [[δάπεδον]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 1093, Βάτρ. 351· [[πρόσοψις]], [[διάθεσις]] Διόδ. 5. 3, καὶ 19: - τὰ ἀνθηρά, ἀνθηροὶ λειμῶνες, Πλούτ. 2. 770Β· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], φυτὰ ἀνθοφόρα, [[αὐτόθι]] 763D. ΙΙ. μεταφ., [[δροσερός]], [[νεαρός]], σφριγῶν, [[χλόη]] Εὐρ. Κύκλ. 541: ἐπὶ μουσικῆς κτλ. [[πρόσφατος]], καὶ ἐν τοῖς μουσικοῖς τὰ νέα καὶ τὰ ἀνθηρὰ εὐδοκιμεῖ Ξεν. Κύρ. 1. 6. 38, πρβλ. Πλουτ. Περικλ. 15· ἐπὶ προσώπων, Πλουτ. Πομπ. 69· [[ἱλαρὸς]] καὶ ἀνθ. ὁ αὐτ. 2. 50Β· ἴδε [[ἄνθος]] ΙΙ. ἐν τέλ. 2) τᾶς μανίας δεινὸν ἀποστάζει ἀνθηρόν τε [[μένος]], «τὸ ἀκμαῖον καὶ ἀνθοῦν ἐν κακοῖς» (Σχολ.) Σοφ. Ἀντ. 960. 3) ζωηρὸν ἔχων [[χρῶμα]], [[λαμπρός]], ὡς τὸ [[ἀνθινός]], ἀνθηρὸς εἰμάτων στολῇ Εὐρ. Ι. Α. 73· τοῦ χαλκοῦ τὸ ἀνθ., ἡ [[λαμπρότης]], ἡ [[στιλπνότης]] [[αὐτοῦ]], Πλούτ. 2. 395Β, πρβλ. 79D· ἐπὶ χρωμάτων, τὸ ἀνθ. τῶν χρωμάτων Λουκ. Νεγρ. 13, καὶ [[συχν]]. παρὰ Πλουτ. 4) [[λαμπρός]], [[ἐξαίρετος]], τὸ [[δειπνάριον]] ἀνθηρὸν ἦν, γλαφυρὸν [[σφόδρα]] Δίφιλ. ἐν «Πελιάσι» 1· ἐδωδὴ Φίλων 1. 679. 5) ἐπὶ ὕφους, ἀνθηρόν, γλαφυρόν, Πλούτ. 2. 648Β: [[οὕτως]], ὡς ἐπίρρ., ἀνθηρότερον λέγειν Ἰσοκρ. 294Ε.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> fleuri ; <i>p. anal.</i> éclatant;<br /><b>2</b> qui est dans sa fleur, <i>càd</i> dans toute sa force : μανίας ἀνθηρὰ [[μένος]] SOPH folie dans toute sa violence.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθος]].
}}
}}