ἀνθοκομέω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθοκομέω''': περιποιοῦμαι, καλλιεργῶ ἢ [[παράγω]] [[ἄνθη]], [[γαῖα]] [[φίλη]].. εἰαρινὰς ἀνθοκόμει βοτάνας Ἀνθ. Π. 7. 321.
|lstext='''ἀνθοκομέω''': περιποιοῦμαι, καλλιεργῶ ἢ [[παράγω]] [[ἄνθη]], [[γαῖα]] [[φίλη]].. εἰαρινὰς ἀνθοκόμει βοτάνας Ἀνθ. Π. 7. 321.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />se couvrir de fleurs.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνθοκόμος]].
}}
}}