ἀντιπνέω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιπνέω''': μέλλ. -πνεύσομαι, ἐπὶ ἀνέμων, [[πνέω]] πρὸς [[μέρος]] τι Ἀριστ. Προβλ. 26. 7: ― ἀπρόσωπ., ἀντιπνεῖ, πνέει [[ἐναντίος]] [[ἄνεμος]], ἢ διὰ στενότητα ἢ διὰ τὸ ἀντιπνεῖν ὁ αὐτ. Μετεωρ. 3. 1, 4. 2) [[ἐπίσης]] ἐπὶ ἀνέμων, [[πνέω]] ἐκ τοῦ ἐναντίου μέρους, [[πνέω]] [[ἐναντίον]], ἀντιπνεύσαντος πελαγίου Πλουτ. Κικ. 32, Λουκ. Πλοῖον 7: ― μεταφορ., ἐπὶ τῆς τύχης, εἶμαι [[ἐναντίος]], ὅτι δὲ [[πάλιν]] τὰ τῆς τύχης ἀντέπνευσε Πολύβ. 26. 5, 9· τοῖς εὖ παθοῦσιν ἀντιπνεύσασ’ ἡ [[τύχη]] Ποιητὴς ἐν Στοβ. Ἀνθολ. 562. 19· [[μετὰ]] δοτ., εἰ δέ τι καὶ μικρὸν ἀντιπνεύσῃ αὐτοῖς Λουκ. Τόξ. 7, πρβλ. [[οὐρίζω]].
|lstext='''ἀντιπνέω''': μέλλ. -πνεύσομαι, ἐπὶ ἀνέμων, [[πνέω]] πρὸς [[μέρος]] τι Ἀριστ. Προβλ. 26. 7: ― ἀπρόσωπ., ἀντιπνεῖ, πνέει [[ἐναντίος]] [[ἄνεμος]], ἢ διὰ στενότητα ἢ διὰ τὸ ἀντιπνεῖν ὁ αὐτ. Μετεωρ. 3. 1, 4. 2) [[ἐπίσης]] ἐπὶ ἀνέμων, [[πνέω]] ἐκ τοῦ ἐναντίου μέρους, [[πνέω]] [[ἐναντίον]], ἀντιπνεύσαντος πελαγίου Πλουτ. Κικ. 32, Λουκ. Πλοῖον 7: ― μεταφορ., ἐπὶ τῆς τύχης, εἶμαι [[ἐναντίος]], ὅτι δὲ [[πάλιν]] τὰ τῆς τύχης ἀντέπνευσε Πολύβ. 26. 5, 9· τοῖς εὖ παθοῦσιν ἀντιπνεύσασ’ ἡ [[τύχη]] Ποιητὴς ἐν Στοβ. Ἀνθολ. 562. 19· [[μετὰ]] δοτ., εἰ δέ τι καὶ μικρὸν ἀντιπνεύσῃ αὐτοῖς Λουκ. Τόξ. 7, πρβλ. [[οὐρίζω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> souffler en sens contraire;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> être contraire <i>ou</i> opposé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[πνέω]].
}}
}}