κουφόνοος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κουφόνοος''': -ον, συνῃρ. -νους, ουν, [[κοῦφος]] τὸν νοῦν, ἐλαφρόμυαλος, [[ἀστόχαστος]], [[εὐηθία]] Αἰσχύλ. Πρ. 383· ἔρωτες Σοφ. Ἀντ. 617· ὄρνιθες [[αὐτόθι]] 343· τὸ κουφόνουν = [[κουφόνοια]], Ἀππ. Ἰβηρ. 9· ― ὑπάρχει καὶ ἑτερόκλ. πληθ. κουφόνοες ἐν Πολέμωνος Φυσιογν. 1. 3, πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 453. Ἐπίρρ. κουφόνως, Ἀππ. Ἐμφύλ. 4. 124.
|lstext='''κουφόνοος''': -ον, συνῃρ. -νους, ουν, [[κοῦφος]] τὸν νοῦν, ἐλαφρόμυαλος, [[ἀστόχαστος]], [[εὐηθία]] Αἰσχύλ. Πρ. 383· ἔρωτες Σοφ. Ἀντ. 617· ὄρνιθες [[αὐτόθι]] 343· τὸ κουφόνουν = [[κουφόνοια]], Ἀππ. Ἰβηρ. 9· ― ὑπάρχει καὶ ἑτερόκλ. πληθ. κουφόνοες ἐν Πολέμωνος Φυσιογν. 1. 3, πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 453. Ἐπίρρ. κουφόνως, Ἀππ. Ἐμφύλ. 4. 124.
}}
{{bailly
|btext=οος, οον;<br /><b>1</b> <i>en parl. d’oiseaux</i> à la nature légère, au vol léger;<br /><b>2</b> irréfléchi, inconsidéré ; crédule;<br /><b>3</b> mobile, inconstant.<br />'''Étymologie:''' [[κοῦφος]], [[νόος]].
}}
}}