μελάνθιον: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελάνθιον''': τό, καὶ μελάνθιος πόα, ([[ἄνθος]]) [[βοτάνη]] τις ἧς τὸ [[σπέρμα]] ἐχρησίμευεν ὡς ἄρωμα, nigella Sativa, Ἱππ. 619. 47, 683. 22, Διοσκ. 3. 93.
|lstext='''μελάνθιον''': τό, καὶ μελάνθιος πόα, ([[ἄνθος]]) [[βοτάνη]] τις ἧς τὸ [[σπέρμα]] ἐχρησίμευεν ὡς ἄρωμα, nigella Sativa, Ἱππ. 619. 47, 683. 22, Διοσκ. 3. 93.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />nielle, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[ἄνθος]].
}}
}}