ἰσόνειρος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσόνειρος''': -ον, [[ὅμοιος]] πρὸς ὄνειρoν, [[κενός]], [[μάταιος]], Aἰσχύλ. Πρ. 549 [[ἔνθα]] τὸ ῑ ὠδήγησε τὸν Reisig νὰ διορθώσῃ ἀντόνειρος,­ ἴδε τὴν λ. [[ἴσος]] ἐν τέλ..
|lstext='''ἰσόνειρος''': -ον, [[ὅμοιος]] πρὸς ὄνειρoν, [[κενός]], [[μάταιος]], Aἰσχύλ. Πρ. 549 [[ἔνθα]] τὸ ῑ ὠδήγησε τὸν Reisig νὰ διορθώσῃ ἀντόνειρος,­ ἴδε τὴν λ. [[ἴσος]] ἐν τέλ..
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />semblable (<i>propr.</i> égal) à un songe.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[ὄνειρος]].
}}
}}