ὄργανον: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄργᾰνον''': τό, (*[[ἔργω]]) [[ἐργαλεῖον]], τὸ δι’ οὗ ἐργαζόμεθα ἢ κατασκευάζομέν τι, Σοφ. Τρ. 905, πρβλ. [[ἀθηρόβρωτος]]· λογχοποιῶν ὄργανα Εὐρ. Βάκχ. 1208, πρβλ. Ἴωνα 1030· πολεμικὰ ὅπλα τε καὶ ὄργανα Πλάτ. Νόμ. 374D, πρβλ. 956Α· τὰ ἰατρικά, τὰ ναυτικὰ ὄργ. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 298C· ὄργ. οἷα περὶ γεωργίαν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 370D [[ὄνομα]] ἄρα διδασκαλικόν τί ἐστιν ὄργ. ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 388Β· οἱ ἀστέρες καλοῦνται ὄργανα χρόνων ἢ χρόνου ὀ αὐτ. ἐν Τιμ. 41Ε, 42D· ὄργ. κυβευτικὰ Αἰσχίν. 9. 9· - ἐπὶ προσώπων, ἁπάντων ἀεὶ κακῶν ὄργ. Σοφ. Αἴ. 380. 2) [[αἰσθητήριον]] ἢ [[μέσον]] δι’ οὗ ἀντιλαμβάνεταί τις, τὰ περὶ τὰς αἰσθήσεις ὄργ. Πλάτ. Πολ. 580Β· τὸ ὄργ. ᾧ καταμανθάνει [[ἕκαστος]] [[αὐτόθι]] 518C πρβλ. Θεαίτ. 185C, κ. ἀλλ.· δι’ ἀμυδρῶν ὀργ. θεᾱσθαί τι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 250Β, πρβλ. Τίμ. 45Β· - ἀκολούθως ἐπὶ τοῦ σώματος καὶ τῶν διαφόρων [[αὐτοῦ]] μερῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 4, 41., 1. 5, 12, π. Ζ. Γενέσ. 1. 2, 5· τὰ πορευτικὰ ὄργ., τὰ τῆς κινήσεως ὄργ., [[αὐτόθι]] 2. 1, 15· ὄργ. πρὸς ἐργασίαν τῆς τροφῆς, τὰ τῆς πέψεως ὄργ., [[αὐτόθι]] 5. 8, 4· τὸ ὄργ. τὸ περὶ τὴν ἀναπνοήν, τὰ ἀναπνευστικὰ ὄργανα, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 4· τὰ ὄργ. τὰ πρὸς ὀχείαν ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 38· ἡ χεὶρ καλεῖται [[ὄργανον]] ὀργάνων ἢ ὄργ. πρὸ ὀργάνων ὁ αὐτ. π. Ψυχῆς 3. 8, 3, π. Ζ. Μορ. 4. 10, 21· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ φυτῶν, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 1, 6, π. Ζ. Μορ. 2. 10, 3. 3) μουσικὸν [[ὄργανον]], Σιμωνίδ. 38, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55· ὁ μὲν δι’ ὀργάνων ἐκήλει ἀνθρώπους, ἐπὶ τοῦ Μαρσύου, Πλάτ. Συμπ. 215C· [[ἄνευ]] ὀργάνων ψιλοῖς λόγοις [[αὐτόθι]], πρβλ. Πολιτικ. 268Β· ὄργ. πολύχορδα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 399C, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ αὐλοῦ, Μελανιππίδ. 2, Τελέστ. 1. 2. 4) χειρουργικὸν [[ἐργαλεῖον]], Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 740, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 46. ΙΙ. τὸ πρὸς ἐργασίαν ὑλικόν, [[ὄργανον]] ἐν ὄρεσι ἡ ξυλική, Πλάτ. Νόμ. 678D. ΙΙΙ. αὐτὸ τὸ παραχθὲν ἢ ποιηθέν, ὡς τὸ [[ἔργον]], μελίσσης κηρόπλαστον ὄργ. Σοφ. Ἀποσπ. 464· λαϊνέοισιν Ἀμφίονος ὀργ., ἐπὶ τῶν τειχῶν τῶν Θηβῶν, Εὐρ. Φοίν. 115. IV. Τοῦ Ἀριστοτέλους τὰ λογικὰ συγγράμματα συνελέγησαν ὑπὸ τὸ [[ὄνομα]] [[ὄργανον]], οἱονεὶ [[ὄργανον]] τοῦ διανοεῖσθαι, Ἀμμων. Ἑρμην. εἰς τὰς Κατηγ. 1. α, πρβλ. Trendelenb. Elem. Log. σ. 48 (ἔκδ. 2), Πλάτ. Σοφιστ. 235Β.
|lstext='''ὄργᾰνον''': τό, (*[[ἔργω]]) [[ἐργαλεῖον]], τὸ δι’ οὗ ἐργαζόμεθα ἢ κατασκευάζομέν τι, Σοφ. Τρ. 905, πρβλ. [[ἀθηρόβρωτος]]· λογχοποιῶν ὄργανα Εὐρ. Βάκχ. 1208, πρβλ. Ἴωνα 1030· πολεμικὰ ὅπλα τε καὶ ὄργανα Πλάτ. Νόμ. 374D, πρβλ. 956Α· τὰ ἰατρικά, τὰ ναυτικὰ ὄργ. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 298C· ὄργ. οἷα περὶ γεωργίαν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 370D [[ὄνομα]] ἄρα διδασκαλικόν τί ἐστιν ὄργ. ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 388Β· οἱ ἀστέρες καλοῦνται ὄργανα χρόνων ἢ χρόνου ὀ αὐτ. ἐν Τιμ. 41Ε, 42D· ὄργ. κυβευτικὰ Αἰσχίν. 9. 9· - ἐπὶ προσώπων, ἁπάντων ἀεὶ κακῶν ὄργ. Σοφ. Αἴ. 380. 2) [[αἰσθητήριον]] ἢ [[μέσον]] δι’ οὗ ἀντιλαμβάνεταί τις, τὰ περὶ τὰς αἰσθήσεις ὄργ. Πλάτ. Πολ. 580Β· τὸ ὄργ. ᾧ καταμανθάνει [[ἕκαστος]] [[αὐτόθι]] 518C πρβλ. Θεαίτ. 185C, κ. ἀλλ.· δι’ ἀμυδρῶν ὀργ. θεᾱσθαί τι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 250Β, πρβλ. Τίμ. 45Β· - ἀκολούθως ἐπὶ τοῦ σώματος καὶ τῶν διαφόρων [[αὐτοῦ]] μερῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 4, 41., 1. 5, 12, π. Ζ. Γενέσ. 1. 2, 5· τὰ πορευτικὰ ὄργ., τὰ τῆς κινήσεως ὄργ., [[αὐτόθι]] 2. 1, 15· ὄργ. πρὸς ἐργασίαν τῆς τροφῆς, τὰ τῆς πέψεως ὄργ., [[αὐτόθι]] 5. 8, 4· τὸ ὄργ. τὸ περὶ τὴν ἀναπνοήν, τὰ ἀναπνευστικὰ ὄργανα, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 4· τὰ ὄργ. τὰ πρὸς ὀχείαν ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 38· ἡ χεὶρ καλεῖται [[ὄργανον]] ὀργάνων ἢ ὄργ. πρὸ ὀργάνων ὁ αὐτ. π. Ψυχῆς 3. 8, 3, π. Ζ. Μορ. 4. 10, 21· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ φυτῶν, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 1, 6, π. Ζ. Μορ. 2. 10, 3. 3) μουσικὸν [[ὄργανον]], Σιμωνίδ. 38, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55· ὁ μὲν δι’ ὀργάνων ἐκήλει ἀνθρώπους, ἐπὶ τοῦ Μαρσύου, Πλάτ. Συμπ. 215C· [[ἄνευ]] ὀργάνων ψιλοῖς λόγοις [[αὐτόθι]], πρβλ. Πολιτικ. 268Β· ὄργ. πολύχορδα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 399C, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ αὐλοῦ, Μελανιππίδ. 2, Τελέστ. 1. 2. 4) χειρουργικὸν [[ἐργαλεῖον]], Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 740, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 46. ΙΙ. τὸ πρὸς ἐργασίαν ὑλικόν, [[ὄργανον]] ἐν ὄρεσι ἡ ξυλική, Πλάτ. Νόμ. 678D. ΙΙΙ. αὐτὸ τὸ παραχθὲν ἢ ποιηθέν, ὡς τὸ [[ἔργον]], μελίσσης κηρόπλαστον ὄργ. Σοφ. Ἀποσπ. 464· λαϊνέοισιν Ἀμφίονος ὀργ., ἐπὶ τῶν τειχῶν τῶν Θηβῶν, Εὐρ. Φοίν. 115. IV. Τοῦ Ἀριστοτέλους τὰ λογικὰ συγγράμματα συνελέγησαν ὑπὸ τὸ [[ὄνομα]] [[ὄργανον]], οἱονεὶ [[ὄργανον]] τοῦ διανοεῖσθαι, Ἀμμων. Ἑρμην. εἰς τὰς Κατηγ. 1. α, πρβλ. Trendelenb. Elem. Log. σ. 48 (ἔκδ. 2), Πλάτ. Σοφιστ. 235Β.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> instrument de travail, outil;<br /><b>2</b> instrument de musique.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝεργ, travailler ; cf. [[ἔργον]].
}}
}}