ἀπολέπω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπολέπω''': μέλλ. -ψω, [[ἐκλεπίζω]], ἀφαιρῶ τὸν φλοιὸν, τὸ δέρμα, ἀπ. μάστιγι τὸ [[νῶτον]] (πρβλ. [[ἀποθλίβω]]) Εὐρ. Κύκλ. 237· [[ὥσπερ]] ᾠὸν Ἀριστοφ. Ὄρν. 673· θρίδακος ἀπολελεμμένας τὸν καυλόν, μὲ τοὺς καυλοὺς ἐκλελεπισμένους, Ἐπιχ. 109 Ahr. , ἡ τὸν καυλὸν ἀπολελεμμένη [[θρίδαξ]] Εὐστ. Ὀδ. 1863, 55.
|lstext='''ἀπολέπω''': μέλλ. -ψω, [[ἐκλεπίζω]], ἀφαιρῶ τὸν φλοιὸν, τὸ δέρμα, ἀπ. μάστιγι τὸ [[νῶτον]] (πρβλ. [[ἀποθλίβω]]) Εὐρ. Κύκλ. 237· [[ὥσπερ]] ᾠὸν Ἀριστοφ. Ὄρν. 673· θρίδακος ἀπολελεμμένας τὸν καυλόν, μὲ τοὺς καυλοὺς ἐκλελεπισμένους, Ἐπιχ. 109 Ahr. , ἡ τὸν καυλὸν ἀπολελεμμένη [[θρίδαξ]] Εὐστ. Ὀδ. 1863, 55.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> peler;<br /><b>2</b> écorcher.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λέπω]].
}}
}}