3,274,873
edits
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νήφω''': ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσι μόνον κατ’ ἐνεστ., καὶ κατὰ τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ.: παρὰ μεταγεν., ἀόρ. ἔνηψα Χρησμ. Σιβ. 1. 154, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 3, 3. Εἶμαι [[νηφάλιος]], [[σώφρων]], ἀπέχομαι ἀπὸ τοῦ οἴνου, [[οὔτε]] τι γὰρ ν. [[οὔτε]] [[λίαν]] [[μεθύω]] Θέογν. 478· νήφειν Ἀρχίλ. 4, Πλάτ. Συμ. 213Ε, κ. ἀλλ.· νήφει ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 918Β: μετοχ. [[νήφων]] ὡς ἐπίθετ. = [[νηφάλιος]], Ἡρόδ. 1. 133, Ἀριστοφ. Λυσ. 1228· τὸ τοὺς μεθύοντας... [[πλείω]] ζημίαν ἀποτίνειν τῶν νηφόντων Νόμ. Πιττακοῦ ἐν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 13· μεθύοντα... παρὰ νηφόντων λόγους παραβάλλειν Πλάτ. Συμπ. 214C· ὁ [[νήφων]] [[θεός]], τὸ [[ὕδωρ]], [[αὐτόθι]] Νόμ. 773D· - παροιμ., τὸ ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ νήφοντος ἐπὶ τῆς γλώττης τοῦ μεθύοντος Πλούτ. 2. 503F: [Ἀναξαγόρας] [[οἷον]] [[νήφων]] ἐφάνη παρ’ εἰκῇ λέγοντας Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 3, 16· - πρβλ. [[νήφων]]. ΙΙ. μεταφορ., εἶμαι [[σώφρων]] καὶ [[προσέχω]], νᾶφε καὶ μέμνασ’ ἀπιστεῖν Ἐπίχ. 119 Ahr.· [[νήφων]] καὶ πεφροντικώς Πλούτ. 2. 800Β· [[προμηθής]] τε καὶ ν. Ἡρῳδιαν. 2. 15· - ἐπὶ συγγραφέως, εἶμαι [[ψυχρός]], [[ἀπαθής]], [[δίκαιος]], Ξεν. Συμπ. 8, 21, Λογγῖν. 34. 2) ν. ἐκ κακοῦ, [[ἀναλαμβάνω]] ἐκ..., Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 13. | |lstext='''νήφω''': ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσι μόνον κατ’ ἐνεστ., καὶ κατὰ τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ.: παρὰ μεταγεν., ἀόρ. ἔνηψα Χρησμ. Σιβ. 1. 154, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 3, 3. Εἶμαι [[νηφάλιος]], [[σώφρων]], ἀπέχομαι ἀπὸ τοῦ οἴνου, [[οὔτε]] τι γὰρ ν. [[οὔτε]] [[λίαν]] [[μεθύω]] Θέογν. 478· νήφειν Ἀρχίλ. 4, Πλάτ. Συμ. 213Ε, κ. ἀλλ.· νήφει ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 918Β: μετοχ. [[νήφων]] ὡς ἐπίθετ. = [[νηφάλιος]], Ἡρόδ. 1. 133, Ἀριστοφ. Λυσ. 1228· τὸ τοὺς μεθύοντας... [[πλείω]] ζημίαν ἀποτίνειν τῶν νηφόντων Νόμ. Πιττακοῦ ἐν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 13· μεθύοντα... παρὰ νηφόντων λόγους παραβάλλειν Πλάτ. Συμπ. 214C· ὁ [[νήφων]] [[θεός]], τὸ [[ὕδωρ]], [[αὐτόθι]] Νόμ. 773D· - παροιμ., τὸ ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ νήφοντος ἐπὶ τῆς γλώττης τοῦ μεθύοντος Πλούτ. 2. 503F: [Ἀναξαγόρας] [[οἷον]] [[νήφων]] ἐφάνη παρ’ εἰκῇ λέγοντας Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 3, 16· - πρβλ. [[νήφων]]. ΙΙ. μεταφορ., εἶμαι [[σώφρων]] καὶ [[προσέχω]], νᾶφε καὶ μέμνασ’ ἀπιστεῖν Ἐπίχ. 119 Ahr.· [[νήφων]] καὶ πεφροντικώς Πλούτ. 2. 800Β· [[προμηθής]] τε καὶ ν. Ἡρῳδιαν. 2. 15· - ἐπὶ συγγραφέως, εἶμαι [[ψυχρός]], [[ἀπαθής]], [[δίκαιος]], Ξεν. Συμπ. 8, 21, Λογγῖν. 34. 2) ν. ἐκ κακοῦ, [[ἀναλαμβάνω]] ἐκ..., Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> νήψω, <i>ao.</i> ἔνηψα;<br /><b>1</b> être sobre, <i>particul.</i> s’abstenir de vin;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> être vigilant, sage, prudent.<br />'''Étymologie:''' DELG pê νη-, [[ἅπτω]] « ne pas toucher à ». | |||
}} | }} |