3,240,841
edits
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεθυπλήξ''': ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ ὑπὸ τοῦ οἴνου πληγείς, δηλ. μεθυσμένος, Καλλ. Ἀποσπ. 223, Ἀνθ. Πλαν. 306, πρβλ. [[οἰνοπλήξ]]. | |lstext='''μεθυπλήξ''': ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ ὑπὸ τοῦ οἴνου πληγείς, δηλ. μεθυσμένος, Καλλ. Ἀποσπ. 223, Ἀνθ. Πλαν. 306, πρβλ. [[οἰνοπλήξ]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆγος (ὁ, ἡ)<br />atteint par l’ivresse.<br />'''Étymologie:''' [[μέθυ]], [[πλήττω]]. | |||
}} | }} |