μεθυπλήξ: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεθυπλήξ''': ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ ὑπὸ τοῦ οἴνου πληγείς, δηλ. μεθυσμένος, Καλλ. Ἀποσπ. 223, Ἀνθ. Πλαν. 306, πρβλ. [[οἰνοπλήξ]].
|lstext='''μεθυπλήξ''': ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ ὑπὸ τοῦ οἴνου πληγείς, δηλ. μεθυσμένος, Καλλ. Ἀποσπ. 223, Ἀνθ. Πλαν. 306, πρβλ. [[οἰνοπλήξ]].
}}
{{bailly
|btext=ῆγος (ὁ, ἡ)<br />atteint par l’ivresse.<br />'''Étymologie:''' [[μέθυ]], [[πλήττω]].
}}
}}