κατουδαῖος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατουδαῖος''': -ον, ([[οὖδας]]) ὁ ὑπὸ τὴν γῆν, Ἁρποκρ. ἐν λέξ. ὑπὸ γῆν· κατ. [[βόθρος]] Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 112· κ. γίγας, ἐπὶ τοῦ Βριάρεω, Καλλ. εἰς Δῆλ. 142· κ. φόβοι Ἀθήν. 98Β (φόβοι εἱ ἐκ τῶν νεκρῶν προερχόμενοι), πρβλ. [[κατάγειος]], [[καταχθόνιος]].
|lstext='''κατουδαῖος''': -ον, ([[οὖδας]]) ὁ ὑπὸ τὴν γῆν, Ἁρποκρ. ἐν λέξ. ὑπὸ γῆν· κατ. [[βόθρος]] Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 112· κ. γίγας, ἐπὶ τοῦ Βριάρεω, Καλλ. εἰς Δῆλ. 142· κ. φόβοι Ἀθήν. 98Β (φόβοι εἱ ἐκ τῶν νεκρῶν προερχόμενοι), πρβλ. [[κατάγειος]], [[καταχθόνιος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui est sous terre, souterrain;<br /><b>2</b> des enfers.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[οὖδας]].
}}
}}