μετενδύω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετενδύω''': I. μεταβατ. ἐν τῷ ἀορ. α΄, [[ἐνδύω]] τινὰ μὲ [[ἄλλο]] [[ἔνδυμα]], [[θοἰμάτιον]] τὸ Ἑλληνικὸν περισπάσας [[αὐτοῦ]] βαρβαρικὸν μετενέδυσα Λουκ. Δὶς Κατηγ. 34· μεταφ., τὸν Μαιάνδριον τὴν τυραννίδα μετενέδυσε, τὸν ἐνέδυσε μέ..., ὁ αὐτ. π. Νεκυομαντ. 16. II. Παθ., μετενδύομαι, μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ. μετενέδῡν, ἐνδύομαι ἄλλα ἐνδύματα, «ἀλλάζω», τὴν ἐσθῆτα Στράβ. 814· τὰς στολὰς Δίων Κ. 46. 39· μεταφ., ἐπὶ τῶν ψυχῶν τῶν μεταβαινουσῶν εἰς νέον [[σῶμα]], μ. ἐς γυναικέα σκάνεα Τίμ. Λοκρ. 104D.
|lstext='''μετενδύω''': I. μεταβατ. ἐν τῷ ἀορ. α΄, [[ἐνδύω]] τινὰ μὲ [[ἄλλο]] [[ἔνδυμα]], [[θοἰμάτιον]] τὸ Ἑλληνικὸν περισπάσας [[αὐτοῦ]] βαρβαρικὸν μετενέδυσα Λουκ. Δὶς Κατηγ. 34· μεταφ., τὸν Μαιάνδριον τὴν τυραννίδα μετενέδυσε, τὸν ἐνέδυσε μέ..., ὁ αὐτ. π. Νεκυομαντ. 16. II. Παθ., μετενδύομαι, μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ. μετενέδῡν, ἐνδύομαι ἄλλα ἐνδύματα, «ἀλλάζω», τὴν ἐσθῆτα Στράβ. 814· τὰς στολὰς Δίων Κ. 46. 39· μεταφ., ἐπὶ τῶν ψυχῶν τῶν μεταβαινουσῶν εἰς νέον [[σῶμα]], μ. ἐς γυναικέα σκάνεα Τίμ. Λοκρ. 104D.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> μετενέδυσα;<br />revêtir d’un autre vêtement.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἐνδύω]].
}}
}}