κρειοδόκος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρειοδόκος''': -ον, περιέχων, περιλαμβάνων, δεχόμενος κρέατα, Ἀνθ. Π. 6. 306· πρβλ. [[κρεηδόκος]].
|lstext='''κρειοδόκος''': -ον, περιέχων, περιλαμβάνων, δεχόμενος κρέατα, Ἀνθ. Π. 6. 306· πρβλ. [[κρεηδόκος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui reçoit <i>ou</i> conserve de la viande.<br />'''Étymologie:''' [[κρέας]], [[δέκομαι]].
}}
}}