ξηραίνω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξηραίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ: ἀόρ. ἐξήρᾱνα. - Παθ., μέλλ. ξηρανθήσομαι Γαλην., κλ., ἀλλὰ μέσ. ξηρανοῦμαι ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Ἱππ. 523. 7. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 5: ἀόρ. ἐξηηράνθην Ἰλ., Πλάτ.: πρκμ. ἐξήρασμαι Ἱππ. 418. 46., 365. 37, Ἀντιφάν. ἐν «Φίλοθηβαίῳ» 1. 13· ἐξήραμμαι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 6, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1082, κτλ. (πρβλ. [[ἀποξηραίνω]])· οὐχὶ ἐξήρᾱμαι, Λοβεκ. Φρύνιχ. 502· ([[ξηρός]]). Ἀποξηραίνω, «στεγνώνω», ξηρανεῖ σ’ ὁ [[Βάκχιος]] Εὐρ. Κύκλ. 575· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8, κτλ., στεγνώνω, καθιστῶ δυσκοίλιον, τὴν κοιλίην Ἱππ. Ἀφ. 1247, πρβλ. [[αὐτόθι]] 1245· - Παθ., ἀποξηραίνομαι, «στεγνώνω», ἐξηράνθη [[πεδίον]] Ἰλ. Φ. 345, πρβλ. Πλάτ. Τιμ. 88D, κτλ. 2) [[ἀποξηραίνω]], ἀφαιρῶ τὸ [[ὕδωρ]], Λατ. siccare, ξηράνας τὴν διώρυχα Θουκ. 1. 109. 3) μεταφορ., κακουχεῖ αὑτὸν καὶ ξ. Τέλης παρὰ Στοβ. 522. 18, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Μάρκ. θ΄, 18.
|lstext='''ξηραίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ: ἀόρ. ἐξήρᾱνα. - Παθ., μέλλ. ξηρανθήσομαι Γαλην., κλ., ἀλλὰ μέσ. ξηρανοῦμαι ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Ἱππ. 523. 7. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 5: ἀόρ. ἐξηηράνθην Ἰλ., Πλάτ.: πρκμ. ἐξήρασμαι Ἱππ. 418. 46., 365. 37, Ἀντιφάν. ἐν «Φίλοθηβαίῳ» 1. 13· ἐξήραμμαι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 6, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1082, κτλ. (πρβλ. [[ἀποξηραίνω]])· οὐχὶ ἐξήρᾱμαι, Λοβεκ. Φρύνιχ. 502· ([[ξηρός]]). Ἀποξηραίνω, «στεγνώνω», ξηρανεῖ σ’ ὁ [[Βάκχιος]] Εὐρ. Κύκλ. 575· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8, κτλ., στεγνώνω, καθιστῶ δυσκοίλιον, τὴν κοιλίην Ἱππ. Ἀφ. 1247, πρβλ. [[αὐτόθι]] 1245· - Παθ., ἀποξηραίνομαι, «στεγνώνω», ἐξηράνθη [[πεδίον]] Ἰλ. Φ. 345, πρβλ. Πλάτ. Τιμ. 88D, κτλ. 2) [[ἀποξηραίνω]], ἀφαιρῶ τὸ [[ὕδωρ]], Λατ. siccare, ξηράνας τὴν διώρυχα Θουκ. 1. 109. 3) μεταφορ., κακουχεῖ αὑτὸν καὶ ξ. Τέλης παρὰ Στοβ. 522. 18, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Μάρκ. θ΄, 18.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ξηρανῶ, <i>ao.</i> ἐξήρανα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> ξηρανθήσομαι, <i>ao.</i> ἐξηράνθην, <i>pf.</i> ἐξήρασμαι, <i>postér.</i> ἐξήραμμαι;<br />sécher, dessécher ; <i>Pass.</i> se dessécher, être desséché.<br />'''Étymologie:''' [[ξηρός]].
}}
}}