ξενολόγος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξενολόγος''': -ον, ὁ στρατολογῶν μισθοφόρους, Πολύβ. 1. 32, 1., 5. 63, 9, Πλούτ. 23· [[ὄνομα]] κωμῳδίας τινὸς τοῦ Μενάνδρου.
|lstext='''ξενολόγος''': -ον, ὁ στρατολογῶν μισθοφόρους, Πολύβ. 1. 32, 1., 5. 63, 9, Πλούτ. 23· [[ὄνομα]] κωμῳδίας τινὸς τοῦ Μενάνδρου.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui recrute des troupes étrangères <i>ou</i> mercenaires.<br />'''Étymologie:''' [[ξένος]], [[λέγω]]².
}}
}}