ἀσχημάτιστος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσχημάτιστος''': -ον, ὁ μὴ ἐσχηματισμένος, [[ἄνευ]] μορφῆς ἢ σχήματος, Πλάτ. Φαῖδρ. 247C, Ἀριστ. Φυσ. 1. 7, 12. ΙΙ. ἀνευ σχημάτων ῥητορικῶν, Δημήτρ. Φαλ. 67: ― Ἐπίρρ. -τως Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 10. 11.
|lstext='''ἀσχημάτιστος''': -ον, ὁ μὴ ἐσχηματισμένος, [[ἄνευ]] μορφῆς ἢ σχήματος, Πλάτ. Φαῖδρ. 247C, Ἀριστ. Φυσ. 1. 7, 12. ΙΙ. ἀνευ σχημάτων ῥητορικῶν, Δημήτρ. Φαλ. 67: ― Ἐπίρρ. -τως Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 10. 11.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans forme, sans figure.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[σχηματίζω]].
}}
}}