κρατευταί: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρᾰτευταί''': -ῶν, οἱ, αἱ βάσεις, ἐφ’ ὧν οἱ ὀβελοὶ τίθενται πρὸς ὄπτησιν, πάσσε δ’ ἁλὸς θείοιο, κρατευτάων ἐπαείρας, «τῶν βάσεων, ὅ ἐστι τῶν λίθων ἐφ’ ὧν οἱ ὀβελίσκοι τίθενται ὀπτωμένων τῶν [[κρεῶν]]» Σχόλ., Ἰλ. Ι. 214, [[ἔνθα]] ἴδε Spitzn· μολύβδιναι κρ. Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 22: ― [[ὡσαύτως]] κρᾰτευτήριον, τό, ἢ κρατευτήρια, τά, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 89, Ι΄, 97.
|lstext='''κρᾰτευταί''': -ῶν, οἱ, αἱ βάσεις, ἐφ’ ὧν οἱ ὀβελοὶ τίθενται πρὸς ὄπτησιν, πάσσε δ’ ἁλὸς θείοιο, κρατευτάων ἐπαείρας, «τῶν βάσεων, ὅ ἐστι τῶν λίθων ἐφ’ ὧν οἱ ὀβελίσκοι τίθενται ὀπτωμένων τῶν [[κρεῶν]]» Σχόλ., Ἰλ. Ι. 214, [[ἔνθα]] ἴδε Spitzn· μολύβδιναι κρ. Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 22: ― [[ὡσαύτως]] κρᾰτευτήριον, τό, ἢ κρατευτήρια, τά, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 89, Ι΄, 97.
}}
{{bailly
|btext=ῶν ([[οἱ]]) :<br />sorte de chenets en pierre <i>ou</i> en fer pour soutenir la broche.<br />'''Étymologie:''' [[κρατέω]].
}}
}}