προσποίημα: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσποίημα''': τό, ὅ,τι οἰκειοποιεῖταί τις οὐ [[προσηκόντως]], [[πρόφασις]], [[ἀξίωσις]], Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 7, 1, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 625Α. 2) [[προσωπεῖον]], [[προσποίησις]], Διον. Ἁλ. 10. 13, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 64, Πλούτ.
|lstext='''προσποίημα''': τό, ὅ,τι οἰκειοποιεῖταί τις οὐ [[προσηκόντως]], [[πρόφασις]], [[ἀξίωσις]], Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 7, 1, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 625Α. 2) [[προσωπεῖον]], [[προσποίησις]], Διον. Ἁλ. 10. 13, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 64, Πλούτ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ce que l’on prend <i>ou</i> prélève pour soi;<br /><b>2</b> affectation, faux-semblant, feinte.<br />'''Étymologie:''' [[προσποιέω]].
}}
}}