ἀποκαραδοκία: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκᾰρᾱδοκία''': ἡ, [[ἔνθερμος]] [[προσδοκία]], («[[προσδοκία]], ἀπεκδοχὴ» καθ’ Ἡσύχ.), Ἐπιστ. π. Ρωμ. η΄, 19, πρὸς Φιλ. α΄, 20.
|lstext='''ἀποκᾰρᾱδοκία''': ἡ, [[ἔνθερμος]] [[προσδοκία]], («[[προσδοκία]], ἀπεκδοχὴ» καθ’ Ἡσύχ.), Ἐπιστ. π. Ρωμ. η΄, 19, πρὸς Φιλ. α΄, 20.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />attente impatiente.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποκαραδοκέω]].
}}
}}