θέλγητρον: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θέλγητρον''': τό, ([[θέλγω]]) πᾶν ὅ,τι θέλγει, μαγεύει, ὦ φίλον ὕπνου θ. Εὐρ. Ὀρ. 211˙ πόθων θέλγητρα Ἀθήν. 220F˙ ἐπὶ τῆς μουσικῆς, Λουκ. Εἰκόν. 14˙ πρβλ. [[θέλκτρον]]. 2) μαγικὸν [[μέσον]], [[φίλτρον]], Ἡλιόδ. 7, 9.
|lstext='''θέλγητρον''': τό, ([[θέλγω]]) πᾶν ὅ,τι θέλγει, μαγεύει, ὦ φίλον ὕπνου θ. Εὐρ. Ὀρ. 211˙ πόθων θέλγητρα Ἀθήν. 220F˙ ἐπὶ τῆς μουσικῆς, Λουκ. Εἰκόν. 14˙ πρβλ. [[θέλκτρον]]. 2) μαγικὸν [[μέσον]], [[φίλτρον]], Ἡλιόδ. 7, 9.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />soulagement, douceur qui charme.<br />'''Étymologie:''' [[θέλγω]].
}}
}}