ἐπαναρρίπτω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπαναρρίπτω''': ἢ -έω, [[ἀναρρίπτω]] εἰς τὸν ἀέρα, κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ. (ἐξυπακουομ. τοῦ ἐμαυτόν), πηδῶ, τινάσσομαι ὑψηλὰ εἰς τὸν ἀέρα, περὶ λαγῶν, χαίροντες γὰρ τῷ φέγγει ἐπαναρριπτοῦντες μακρὰ διαιροῦσιν ἀντιπαίζοντες Ξενοφ. Κυν. 5, 4.
|lstext='''ἐπαναρρίπτω''': ἢ -έω, [[ἀναρρίπτω]] εἰς τὸν ἀέρα, κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ. (ἐξυπακουομ. τοῦ ἐμαυτόν), πηδῶ, τινάσσομαι ὑψηλὰ εἰς τὸν ἀέρα, περὶ λαγῶν, χαίροντες γὰρ τῷ φέγγει ἐπαναρριπτοῦντες μακρὰ διαιροῦσιν ἀντιπαίζοντες Ξενοφ. Κυν. 5, 4.
}}
{{bailly
|btext=lancer en l’air.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀναρρίπτω]].
}}
}}