ἀποδειλίασις: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποδειλίᾱσις''': -εως, ἡ, τὸ ἀποδειλιᾶν, [[μεγάλη]] [[δειλία]], [[φόβος]] καὶ [[τρόμος]], Πολύβ. 3. 103, 2· ἀπ. [[πρός]] τινα Πλουτ. Ἀλέξ. 13.
|lstext='''ἀποδειλίᾱσις''': -εως, ἡ, τὸ ἀποδειλιᾶν, [[μεγάλη]] [[δειλία]], [[φόβος]] καὶ [[τρόμος]], Πολύβ. 3. 103, 2· ἀπ. [[πρός]] τινα Πλουτ. Ἀλέξ. 13.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />crainte, lâcheté.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποδειλιάω]].
}}
}}