ἀπόπεμψις: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπόπεμψις''': -εως, ἡ, τὸ πέμπειν [[ὀπίσω]], [[μετὰ]] τὴν ἀπόπεμψιν τῶν κατασκόπων Ἡρόδ. 7. 148. 2) [[ἀποπομπή]], [[ἀπόλυσις]], [[διάζευξις]], καὶ τὴν ἀπόπεμψιν τῆς ἀνθρώπου Δημ. 1365. 12, πρβλ. τὴν λέξ. [[ἀπόλειψις]]. 3) [[δίκη]] ἀποπέμψεως Λυσ. παρὰ [[Πολυδ]]. Η΄, 31. | |lstext='''ἀπόπεμψις''': -εως, ἡ, τὸ πέμπειν [[ὀπίσω]], [[μετὰ]] τὴν ἀπόπεμψιν τῶν κατασκόπων Ἡρόδ. 7. 148. 2) [[ἀποπομπή]], [[ἀπόλυσις]], [[διάζευξις]], καὶ τὴν ἀπόπεμψιν τῆς ἀνθρώπου Δημ. 1365. 12, πρβλ. τὴν λέξ. [[ἀπόλειψις]]. 3) [[δίκη]] ἀποπέμψεως Λυσ. παρὰ [[Πολυδ]]. Η΄, 31. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />envoi.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποπέμπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A sending away, dispatching, τῶν κατασκόπων Hdt 7.148. 2 dismissal, divorcing, D.59.59; δίκη ἀποπέμψεως Lys. Fr.307S.
German (Pape)
[Seite 318] ἡ, Entlassung, Her. 7, 148; Verstoßung einer Frau, Dem. 59, 59.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόπεμψις: -εως, ἡ, τὸ πέμπειν ὀπίσω, μετὰ τὴν ἀπόπεμψιν τῶν κατασκόπων Ἡρόδ. 7. 148. 2) ἀποπομπή, ἀπόλυσις, διάζευξις, καὶ τὴν ἀπόπεμψιν τῆς ἀνθρώπου Δημ. 1365. 12, πρβλ. τὴν λέξ. ἀπόλειψις. 3) δίκη ἀποπέμψεως Λυσ. παρὰ Πολυδ. Η΄, 31.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
envoi.
Étymologie: ἀποπέμπω.