ἀσπιδόδουπος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσπῐδόδουπος''': -ον, ὁ διὰ τῶν ἀσπίδων ποιῶν δοῦπον, κρότον, ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις ἐν δρόμοις Πινδ. Ι. 1. 32· πρβλ. [[ὁπλίτης]] 1.
|lstext='''ἀσπῐδόδουπος''': -ον, ὁ διὰ τῶν ἀσπίδων ποιῶν δοῦπον, κρότον, ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις ἐν δρόμοις Πινδ. Ι. 1. 32· πρβλ. [[ὁπλίτης]] 1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui retentit du bruit du bouclier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀσπίς]], [[δοῦπος]].
}}
}}