ἀφάρτερος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφάρτερος''': -α, -ον, συγκρ. Ἐπίθ. (ἐκ τοῦ [[ἄφαρ]]), ταχύτερος, εὐκινητότερος, τῶν δ’ ἵπποι μὲν ἔασιν ἀφάρτεροι, «ἀμείνους» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 311· πρβλ. Διονύσ. παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λέξει Κάσπειροι.
|lstext='''ἀφάρτερος''': -α, -ον, συγκρ. Ἐπίθ. (ἐκ τοῦ [[ἄφαρ]]), ταχύτερος, εὐκινητότερος, τῶν δ’ ἵπποι μὲν ἔασιν ἀφάρτεροι, «ἀμείνους» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 311· πρβλ. Διονύσ. παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λέξει Κάσπειροι.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />plus rapide, plus agile.<br />'''Étymologie:''' Cp. de [[ἄφαρ]].
}}
}}