3,274,916
edits
(6_23) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξαναφέρω''': μέλλ. -ανοίσω, ἐπὶ τοῦ ὕδατος τῆς θαλάσσης, [[ἀναβιβάζω]] πρὸς τὴν ἐπιφάνειαν ἐκ τῶν [[κάτω]], ᾗ καὶ [[μᾶλλον]] ἡ [[θάλαττα]] τούς... νηχομένους ἐξαναφέρει..., τοῦ γλυκέος ἐνδιδόντος διὰ κουφότητα Ἀριστ. Ἀποσπ. 209, πρβλ. Πλουτ. Πύρρ. 15, κτλ. καὶ (ἐξυπακ. τοῦ ἑαυτὸν) [[ἀνέρχομαι]] εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, ὁ αὐτ. 2. 147C: - ἐξαν. λόγχης τύπον, ἐπιδεικνύειν τύπον λόγχης, [[αὐτόθι]] 563A. ΙΙ. ἀμεταβ., [[ἀναλαμβάνω]] ἐκ νόσου, ἀπαλλάσσομαι αὐτῆς, μεταφ., ἔοικεν ὡς ἐν νοσήματι πατρῴῳ τῇ τυραννίδι κατειλημμένος, οὐ φαύλως ἐξαναφέρειν χρώμενος ὁμιλίαις ὑγιειναῖς, κτλ., ὁ αὐτ. 2. 147C· [[ἀντέχω]], καρτερῶ, δοκεῖ δὲ μηδ’ αὐτὸς Ὄθων ἐξαναφέρειν ἔτι πρὸς τὴν ἀδηλότητα ὁ αὐτ. ἐν βίῳ Ὄθωνος 9. | |lstext='''ἐξαναφέρω''': μέλλ. -ανοίσω, ἐπὶ τοῦ ὕδατος τῆς θαλάσσης, [[ἀναβιβάζω]] πρὸς τὴν ἐπιφάνειαν ἐκ τῶν [[κάτω]], ᾗ καὶ [[μᾶλλον]] ἡ [[θάλαττα]] τούς... νηχομένους ἐξαναφέρει..., τοῦ γλυκέος ἐνδιδόντος διὰ κουφότητα Ἀριστ. Ἀποσπ. 209, πρβλ. Πλουτ. Πύρρ. 15, κτλ. καὶ (ἐξυπακ. τοῦ ἑαυτὸν) [[ἀνέρχομαι]] εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, ὁ αὐτ. 2. 147C: - ἐξαν. λόγχης τύπον, ἐπιδεικνύειν τύπον λόγχης, [[αὐτόθι]] 563A. ΙΙ. ἀμεταβ., [[ἀναλαμβάνω]] ἐκ νόσου, ἀπαλλάσσομαι αὐτῆς, μεταφ., ἔοικεν ὡς ἐν νοσήματι πατρῴῳ τῇ τυραννίδι κατειλημμένος, οὐ φαύλως ἐξαναφέρειν χρώμενος ὁμιλίαις ὑγιειναῖς, κτλ., ὁ αὐτ. 2. 147C· [[ἀντέχω]], καρτερῶ, δοκεῖ δὲ μηδ’ αὐτὸς Ὄθων ἐξαναφέρειν ἔτι πρὸς τὴν ἀδηλότητα ὁ αὐτ. ἐν βίῳ Ὄθωνος 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἐξανοίσω, <i>ao.2</i> ἐξανήνεγκον;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> soulever à la surface (de l’eau) ; <i>intr. en appar. (s.e.</i> ἑαυτόν) sortir de l’eau;<br /><b>2</b> porter sur soi : λόγχης τύπον PLUT la marque d’un coup de lance;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se relever, reprendre ses forces.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀναφέρω]]. | |||
}} | }} |