βαρύμισθος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰρύμισθος''': -ον, ὁ [[βαρέως]] πληρωνόμενος, [[ἄπληστος]], [[πλεονέκτης]], Ἀνθ. ΙΙ. 5. 2.
|lstext='''βᾰρύμισθος''': -ον, ὁ [[βαρέως]] πληρωνόμενος, [[ἄπληστος]], [[πλεονέκτης]], Ἀνθ. ΙΙ. 5. 2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d’un prix lourd.<br />'''Étymologie:''' [[βαρύς]], [[μισθός]].
}}
}}