βοάγριον: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βοάγριον''': τό, ἀσπὶς ἐκ δέρματος ἀγρίου ταύρου, Ἰλ. Μ. 22, κ. ἀλλ.
|lstext='''βοάγριον''': τό, ἀσπὶς ἐκ δέρματος ἀγρίου ταύρου, Ἰλ. Μ. 22, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />bouclier de peau de bœuf sauvage.<br />'''Étymologie:''' [[βόαγρος]].
}}
}}