βλωθρός: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βλωθρός''': -ά, -όν, ([[βλώσκω]]) [[ὑψηλός]], [[μεγαλοπρεπής]], ἠὲ [[πίτυς]] βλωθρὴ Ἰλ. Ν. 390· στὰς ἄρ' ὑπὸ βλωθρὴν ὄγχνην Ὀδ. Ω. 234.
|lstext='''βλωθρός''': -ά, -όν, ([[βλώσκω]]) [[ὑψηλός]], [[μεγαλοπρεπής]], ἠὲ [[πίτυς]] βλωθρὴ Ἰλ. Ν. 390· στὰς ἄρ' ὑπὸ βλωθρὴν ὄγχνην Ὀδ. Ω. 234.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />qui pousse haut <i>ou</i> dru.<br />'''Étymologie:''' R. Βλαθ, germer, pousser ; cf. [[βλαστάνω]].
}}
}}