διάλεκτος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διάλεκτος''': ἡ, (διαλέγομαι) [[ὁμιλία]], [[συνομιλία]], Ἱππ. Ἄρθρ. 794· [[πρός]] τινα Πλάτ. Συμπ. 203Α· [[συζήτησις]], Πλάτ. Θεαιτ. 146Β, Πολ. 454Α. ΙΙ. [[γλῶσσα]], Ἀριστ. Ποιητ. 22, 14· ἡ εἰωθυῖα δ. ὁ αὐτ. Ρητ. 3. 2, 5, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 552· καινὴν δ. λαλῶν Ἀντιφ. Ὀβρ. 1· δ. ἀμνίου, ἀντιθ. τὰ [[ἔνδον]] δράκοντος, Ἕρμιππ. Ἀθ. γον. 2. 2) [[ἔναρθρος]] [[λόγος]], [[γλῶσσα]], [[ὁμιλία]], ἀντίθ. [[φωνή]], Ἀριστ. Ἱ Ζ. 4. 9, 16· [[ἴδιον]] τοῦτ᾿ ἀνθρώπου [[αὐτόθι]]· τοῦ ἀνθρώπου μία [[φωνή]], ἀλλὰ διάλεκτοι πολλαί ὁ αὐτ. Πρβλ. 10.38. 3) ἡ [[γλῶσσα]] χώρας τινός, ἰδίως ἡ λαλουμένη ἔν τινι ἰδιαιτέρῳ τύπῳ, ὡς ἡ Ἰωνική, Ἀττική, κτλ. ἦσαν διάλεκτοι τῆς Ἑλληνικῆς, Γράμμ. · [[ὡσαύτως]], [[λέξις]] τις ἢ [[φράσις]] ἀνήκουσα εἴς τινα τόπον ἰδιαιτέρως, Πλούτ. Ἀλεξ. 31· ― πρβλ. [[γλῶσσα]] ΙΙ. ΙΙΙ. [[τρόπος]] ὁμιλίας, προφορὰ ἰδιαιτέρα, Δημ. 982. 19. IV. [[ὕφος]], Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 3. V. ἐν τῇ μουσικῇ, [[ἔκφρασις]], Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 4, 18.
|lstext='''διάλεκτος''': ἡ, (διαλέγομαι) [[ὁμιλία]], [[συνομιλία]], Ἱππ. Ἄρθρ. 794· [[πρός]] τινα Πλάτ. Συμπ. 203Α· [[συζήτησις]], Πλάτ. Θεαιτ. 146Β, Πολ. 454Α. ΙΙ. [[γλῶσσα]], Ἀριστ. Ποιητ. 22, 14· ἡ εἰωθυῖα δ. ὁ αὐτ. Ρητ. 3. 2, 5, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 552· καινὴν δ. λαλῶν Ἀντιφ. Ὀβρ. 1· δ. ἀμνίου, ἀντιθ. τὰ [[ἔνδον]] δράκοντος, Ἕρμιππ. Ἀθ. γον. 2. 2) [[ἔναρθρος]] [[λόγος]], [[γλῶσσα]], [[ὁμιλία]], ἀντίθ. [[φωνή]], Ἀριστ. Ἱ Ζ. 4. 9, 16· [[ἴδιον]] τοῦτ᾿ ἀνθρώπου [[αὐτόθι]]· τοῦ ἀνθρώπου μία [[φωνή]], ἀλλὰ διάλεκτοι πολλαί ὁ αὐτ. Πρβλ. 10.38. 3) ἡ [[γλῶσσα]] χώρας τινός, ἰδίως ἡ λαλουμένη ἔν τινι ἰδιαιτέρῳ τύπῳ, ὡς ἡ Ἰωνική, Ἀττική, κτλ. ἦσαν διάλεκτοι τῆς Ἑλληνικῆς, Γράμμ. · [[ὡσαύτως]], [[λέξις]] τις ἢ [[φράσις]] ἀνήκουσα εἴς τινα τόπον ἰδιαιτέρως, Πλούτ. Ἀλεξ. 31· ― πρβλ. [[γλῶσσα]] ΙΙ. ΙΙΙ. [[τρόπος]] ὁμιλίας, προφορὰ ἰδιαιτέρα, Δημ. 982. 19. IV. [[ὕφος]], Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 3. V. ἐν τῇ μουσικῇ, [[ἔκφρασις]], Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 4, 18.
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>I.</b> entretien, <i>d’où</i><br /><b>1</b> conversation;<br /><b>2</b> discussion;<br /><b>II.</b> langage, <i>d’où</i><br /><b>1</b> langage courant;<br /><b>2</b> manière de parler, <i>particul.</i> langage propre à un pays ; dialecte <i>ou</i> locution particulière.<br />'''Étymologie:''' [[διαλέγομαι]].
}}
}}