δενδρόφυτος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δενδρόφυτος''': -ον, πεφυτευμένος δένδροις, [[κατάφυτος]], [[χώρα]] Πλούτ. Καμ. 16. ΙΙ. [[πέτρα]] δ., [[εἶδος]] ἀχάτου λίθου φέροντος σημεῖά τινα ὅμοια πρὸς δένδρα, Ὀρφ. Λιθ. 230.
|lstext='''δενδρόφυτος''': -ον, πεφυτευμένος δένδροις, [[κατάφυτος]], [[χώρα]] Πλούτ. Καμ. 16. ΙΙ. [[πέτρα]] δ., [[εἶδος]] ἀχάτου λίθου φέροντος σημεῖά τινα ὅμοια πρὸς δένδρα, Ὀρφ. Λιθ. 230.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />planté d’arbres, boisé.<br />'''Étymologie:''' [[δένδρον]], [[φύω]].
}}
}}