δειπνοφόρος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δειπνοφόρος''': -ον, ὁ φέρων τροφήν· ἐπὶ πτηνῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 18, 1., 34, 2. ΙΙ. ὁ φέρων προσφορὰς ἐδεσμάτων (πρβλ. [[ὀσχοφόρια]]), Λυσ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 102, Πλούτ. Θησ. 23· πρβλ. τὸ προηγ.
|lstext='''δειπνοφόρος''': -ον, ὁ φέρων τροφήν· ἐπὶ πτηνῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 18, 1., 34, 2. ΙΙ. ὁ φέρων προσφορὰς ἐδεσμάτων (πρβλ. [[ὀσχοφόρια]]), Λυσ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 102, Πλούτ. Θησ. 23· πρβλ. τὸ προηγ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui apporte de la nourriture ; [[αἱ]] δειπνοφόροι jeunes filles chargées de servir le repas sacré à la fête des [[ὀσχοφόρια]], à Athènes.<br />'''Étymologie:''' [[δεῖπνον]], [[φέρω]].
}}
}}