λυσιτελούντως: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῡσιτελούντως''': Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ [[λυσιτελέω]], χρησίμως, ὠφελίμως, ἐπωφελῶς, Ξεν. Οἰκ. 20, 21, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 146B· τινὶ Δίων Κ. 56. 40.
|lstext='''λῡσιτελούντως''': Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ [[λυσιτελέω]], χρησίμως, ὠφελίμως, ἐπωφελῶς, Ξεν. Οἰκ. 20, 21, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 146B· τινὶ Δίων Κ. 56. 40.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />utilement.<br />'''Étymologie:''' [[λυσιτελέω]].
}}
}}