σκόλοψ: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκόλοψ''': -οπος, ὁ, πᾶν τὸ εἰς ὀξὺ ἀπολῆγον· [[μάλιστα]] δὲ [[πάσσαλος]], «παλοῦκι» ἐφ’ οὗ ἐνεπήγνυντο αἱ κεφαλαὶ τῶν ἐχθρῶν, Ἰλ. Σ. 177· ἢ πρὸς ἀνασκολοπισμὸν («παλούκωμα»), Εὐρ. Βάκχ. 983, Ι. Τ. 1430, Ἠλ. 898· ἐπὶ σκόλοψιν ἀναρτᾶσθαι Διοδ. Ἐκλογ. 596.65· - [[ὅθεν]] ἐν τῷ πληθ. σκόλοπες, πάσσαλοι πρὸς ὀχύρωσιν ἢ [[χαράκωμα]] χρήσιμοι ἔτι παρ’ Ὁμήρῳ, τείχεα... σκολόπεσσιν ἀρηρότα Ὀδ. Η. 45· καὶ [[συχν]]. ἐν τῇ Ἰλιάδι, ἐν δὲ [τάφρῳ] σκόλοπας κατέπηξαν Η. 441· διὰ τε σκόλοπας καὶ τάφρον ἔβησαν Θ. 343, πρβλ. Μ. 63, Ο. 344· οὕτω, σκόλοπας περὶ τὸ [[ἕρκος]] κατέπηξαν Ἡρόδ. 9. 97, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 116, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 5· - ἂν καὶ τὸ σύνηθες παρ’ Ἀττικ. [[ὄνομα]] [[εἶναι]] [[σταύρωμα]]. 2) [[ἄκανθα]], Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΛΓ΄, 55, κ. ἀλλ.), Βάβρ. 122, Διοσκ. 4. 49, πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιβ΄, 7. 3) [[ἐργαλεῖον]] πρὸς χειρουργικὴν ἐγχείρησιν ἐν τῇ οὐρήθρᾳ, Ὀρειβάσ. σ. 187 Mai. 4) τὸ ὀξὺ [[ἄκρον]] ἁλιευτικοῦ ἀγκίστρου, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 3. ΙΙ. [[δένδρον]], Εὐρ. Βάκχ. 983, [[ἔνθα]] ἴδε Elmsl., Ἡσύχ.
|lstext='''σκόλοψ''': -οπος, ὁ, πᾶν τὸ εἰς ὀξὺ ἀπολῆγον· [[μάλιστα]] δὲ [[πάσσαλος]], «παλοῦκι» ἐφ’ οὗ ἐνεπήγνυντο αἱ κεφαλαὶ τῶν ἐχθρῶν, Ἰλ. Σ. 177· ἢ πρὸς ἀνασκολοπισμὸν («παλούκωμα»), Εὐρ. Βάκχ. 983, Ι. Τ. 1430, Ἠλ. 898· ἐπὶ σκόλοψιν ἀναρτᾶσθαι Διοδ. Ἐκλογ. 596.65· - [[ὅθεν]] ἐν τῷ πληθ. σκόλοπες, πάσσαλοι πρὸς ὀχύρωσιν ἢ [[χαράκωμα]] χρήσιμοι ἔτι παρ’ Ὁμήρῳ, τείχεα... σκολόπεσσιν ἀρηρότα Ὀδ. Η. 45· καὶ [[συχν]]. ἐν τῇ Ἰλιάδι, ἐν δὲ [τάφρῳ] σκόλοπας κατέπηξαν Η. 441· διὰ τε σκόλοπας καὶ τάφρον ἔβησαν Θ. 343, πρβλ. Μ. 63, Ο. 344· οὕτω, σκόλοπας περὶ τὸ [[ἕρκος]] κατέπηξαν Ἡρόδ. 9. 97, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 116, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 5· - ἂν καὶ τὸ σύνηθες παρ’ Ἀττικ. [[ὄνομα]] [[εἶναι]] [[σταύρωμα]]. 2) [[ἄκανθα]], Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΛΓ΄, 55, κ. ἀλλ.), Βάβρ. 122, Διοσκ. 4. 49, πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιβ΄, 7. 3) [[ἐργαλεῖον]] πρὸς χειρουργικὴν ἐγχείρησιν ἐν τῇ οὐρήθρᾳ, Ὀρειβάσ. σ. 187 Mai. 4) τὸ ὀξὺ [[ἄκρον]] ἁλιευτικοῦ ἀγκίστρου, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 3. ΙΙ. [[δένδρον]], Εὐρ. Βάκχ. 983, [[ἔνθα]] ἴδε Elmsl., Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=οπος (ὁ) :<br /><b>1</b> pieu ; palissade;<br /><b>2</b> pieu sur lequel on fiche une tête;<br /><b>3</b> pal;<br /><b>4</b> pointe d’hameçon.<br />'''Étymologie:''' probabl. apparenté à [[κόλος]], [[κολούω]], <i>litt.</i> tronc d’arbre coupé.
}}
}}