δορυφορέω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δορῠφορέω''': ὑπηρετῶ ὡς [[δορυφόρος]], [[σωματοφύλαξ]], τινα Ἡρόδ. 2. 168, 3. 127. Θουκ. 1. 130· [[καθόλου]], φυλάττω, διατηρῶ, τὴν ἑκάστου σωτηρίαν Δημ. 661. 8. ― Παθ., φυλάττομαι, Δημ. 214, ἐν τέλ.· δορυφορεῖσθαι τῇ τῶν πολιτῶν εὐνοίᾳ Ἰσοκρ. 215C· ὑπὸ μανίας Πλάτ. Πολ. 573Α. ΙΙ. [[ὡσαύτως]], δ. τινι, εἶμαι [[δορυφόρος]] τινός, Ξεν. Κυρ. 7. 5, 84, πρβλ. Πολύβ. 32. 23, 6.
|lstext='''δορῠφορέω''': ὑπηρετῶ ὡς [[δορυφόρος]], [[σωματοφύλαξ]], τινα Ἡρόδ. 2. 168, 3. 127. Θουκ. 1. 130· [[καθόλου]], φυλάττω, διατηρῶ, τὴν ἑκάστου σωτηρίαν Δημ. 661. 8. ― Παθ., φυλάττομαι, Δημ. 214, ἐν τέλ.· δορυφορεῖσθαι τῇ τῶν πολιτῶν εὐνοίᾳ Ἰσοκρ. 215C· ὑπὸ μανίας Πλάτ. Πολ. 573Α. ΙΙ. [[ὡσαύτως]], δ. τινι, εἶμαι [[δορυφόρος]] τινός, Ξεν. Κυρ. 7. 5, 84, πρβλ. Πολύβ. 32. 23, 6.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être garde du corps <i>ou</i> satellite <i>litt.</i> porte-lance d’un prince ; τινα protéger <i>ou</i> escorter qqn comme garde du corps ; τινι être attaché à la garde de qqn ; <i>fig.</i> δορυφορεῖσθαί τινι, [[ὑπό]] τινος être protégé par qch.<br />'''Étymologie:''' [[δορυφόρος]].
}}
}}