3,274,216
edits
(6_17) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσάρεστος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἀρεσκόμενος, ἐξιλεούμενος, καταπραϋνόμενος, δαίμονες Αἰσχύλ. Εὐμ. 928·- δυσηρεστημένος, τινι, [[πρός]] τινα, Εὐρ. Ἠλ. 904· τι, διά τι [[πρᾶγμα]], Λουκ. ἐν Πλοίῳ 46·- δυσκόλως εὐχαριστούμενος, [[ἰδιότροπος]], [[δύστροπος]], [[δύσκολος]], Εὐρ. Ὀρ. 232, Ἰσοκρ. 8D, 234C, Ξεν., κτλ.· -τὸ δ.= τῷ προηγ., Πλούτ. Σόλ. 25. | |lstext='''δυσάρεστος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἀρεσκόμενος, ἐξιλεούμενος, καταπραϋνόμενος, δαίμονες Αἰσχύλ. Εὐμ. 928·- δυσηρεστημένος, τινι, [[πρός]] τινα, Εὐρ. Ἠλ. 904· τι, διά τι [[πρᾶγμα]], Λουκ. ἐν Πλοίῳ 46·- δυσκόλως εὐχαριστούμενος, [[ἰδιότροπος]], [[δύστροπος]], [[δύσκολος]], Εὐρ. Ὀρ. 232, Ἰσοκρ. 8D, 234C, Ξεν., κτλ.· -τὸ δ.= τῷ προηγ., Πλούτ. Σόλ. 25. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> mécontent : [[τι]] de qch;<br /><b>II.</b> difficile à contenter :<br /><b>1</b> d’un caractère difficile ; chagrin, morose ; τὸ δυσάρεστον PLUT mauvaise humeur;<br /><b>2</b> difficile à apaiser, implacable ; τὸ δυσάρεστον ressentiment, dispositions malveillantes.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἀρέσκω]]. | |||
}} | }} |