δογματίζω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δογματίζω''': [[λέγω]] ὡς γνώμην, [[προτείνω]], Διογ. Λ. 3. 52, Νεμέσ. Φ. Α. 2. 50. - Παθ., Κλήμ. Ἀλ. 324. 2) ἀποφαίνομαι, μετ’ ἀπαρ., Διόδ. 4. 83, Ἑβδ. (1 Ἔσδρ. Ϛ΄, 33)˙ δ. τινὰ καλὴν Ἀνθ. Π. 9. 576. - Παθ., τὰ δογματισθέντα Συλλ. Ἐπιγρ. 2485. 47, πρβλ. 5785. 13. 3) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ προσώπων, [[ὑποβάλλω]] ἐμαυτόν, ὑποτάσσομαι εἰς διατάγματα, Ἐπ. π. Κολοσσ. β΄, 20.
|lstext='''δογματίζω''': [[λέγω]] ὡς γνώμην, [[προτείνω]], Διογ. Λ. 3. 52, Νεμέσ. Φ. Α. 2. 50. - Παθ., Κλήμ. Ἀλ. 324. 2) ἀποφαίνομαι, μετ’ ἀπαρ., Διόδ. 4. 83, Ἑβδ. (1 Ἔσδρ. Ϛ΄, 33)˙ δ. τινὰ καλὴν Ἀνθ. Π. 9. 576. - Παθ., τὰ δογματισθέντα Συλλ. Ἐπιγρ. 2485. 47, πρβλ. 5785. 13. 3) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ προσώπων, [[ὑποβάλλω]] ἐμαυτόν, ὑποτάσσομαι εἰς διατάγματα, Ἐπ. π. Κολοσσ. β΄, 20.
}}
{{bailly
|btext=soutenir une opinion.<br />'''Étymologie:''' [[δόγμα]].
}}
}}