δυσκαρτέρητος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσκαρτέρητος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ὑπομείνῃ τις, [[ψῦχος]] Πλούτ. Φωκ. 4, κτλ.
|lstext='''δυσκαρτέρητος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ὑπομείνῃ τις, [[ψῦχος]] Πλούτ. Φωκ. 4, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à supporter.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[καρτερέω]].
}}
}}